- οφίσωψ
- οζωολ. βλ. οφίωψ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφίωψ — και εσφ. τ., οφίσωψ, ο ζωολ. γένος σαυρών τής οικογένειας lacertidae, μήκους 16 περίπου εκατοστομέτρων και χρώματος ελαιοπράσινου, που απαντά στη νοτιοανατολική Βαλκανική, στα νησιά τού Αιγαίου, στη δυτική Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek